δικρόᾳ — δικρόᾱͅ , δίκροος forked fem dat sg (doric) δικρόαι , δίκροος forked fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικρόα — η βλ. δίκροος … Dictionary of Greek
δίκροα — δίκροος forked neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) δίκροος forked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… … Dictionary of Greek
δικρόας — δικρόᾱς , δίκροος forked fem acc pl (epic doric ionic) δικρόᾱς , δίκροος forked fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικρόαι — δικρόᾱͅ , δίκροος forked fem dat sg (doric) δίκροος forked fem nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικρόαν — δικρόᾱν , δίκροος forked fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)